ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΣΑΤΣ̆ΙΩΝ – ΑΣ̆ΕΡΟΜΠΑΣΜΑΝ

Μιχάλης Ττερλικκάς – μουσική Παρέα «Μούσα»

Ζωντανή οπτικογράφηση από τη συναυλία «Ανασκάπτοντας την παράδοση»

17ο Πολιτιστικό Φεστιβάλ Πανεπιστημίου Κύπρου – 30 Ιουνίου 2014

Το Ασ̆ερόμπασμαν άκουσα το για πρώτην φοράν, την δεκαετίαν του ΄60, που τον αείμνηστον Θ. Καλλίνικον, που το ράδιον. Άρεσεν μου πολλά αλλά, η αλήθκεια, εν’ εγράφτηκεν καλά στον νουν μου.

Το 1987 εδισκογράφησεν το ο Χρήστος Σίκκης στον πρώτον του δίσκον βινυλίου, με τίτλον «Ώρα Καλή». Γύριση γρόνου, το 1988, εδισκογραφήθηκεν που τον Μιχάλην Χριστοδουλίδην σε δίσκον βινυλίου με τίτλον «Στες Άκρες των Ακρών» με ερμηνευτήν τον Κώσταν Χαραλαμπίδην.

Ύστερις που τούτες τες δκυο ερμηνείες αττυμήθηκα την ερμηνείαν του Θ. Καλλίνικου. Εγύρεψα την τζ̆αι ηύρα την. Με προζύμιν τες τρεις, τούτες, ερμηνείες έκαμα την δικήν μου τζ̆’ άρκεψα να το τραουδώ στες συναυλίες.

Εν έμεινα, όμως δαμαί. Που το βιβλίον του Θ. Καλλίνικου «Κυπριακή Λαϊκή Μούσα» έξερα ότι το τραούδιν εκατάγραψεν το στην Ζώδκιαν. Εγύρεψα τζ̆’ ηύρα. Έτσι το 1998, έπκιασα συνέντευξην που τους αδελφούς Αντρέαν τζ̆αι Παναγιώτην Μασούραν, που την Κάτω Ζώδκιαν. Εξέραν καλά το τραούδιν τζ̆αι την ιστορίαν του. Μάλιστα, ονομάσαν μου το «Φωνή των Σατσ̆ιών» τζ̆’ ετραουδήσαν μου το όπως το αττυμούνταν.

Την δουλειάν τ’ ασ̆ερομπασμάτου, δηλαδή την μεταφοράν του ασ̆έρου που το αλώνιν στο ασ̆ερονάριν, αττυμούμαι την καλά. Εγίνετουν νύκταν που είσ̆εν νοθκιάν τζ̆αι πον εφύσαν αέρας. Εσυνάουνταν πολλοί για να τανύσουν, τζ̆’ ήταν χρυσή ευκαιρία για τους σκαπούλλους να ρέξουν που το στενόν της αγαπημένης τους, με τα γαούρκα φορτωμένα, τραουδώντα.

Ο Αντρέας τζ̆’ ο Παναγιώτης επροσθέσαν ότι κυρίως την «Φωνήν των Σατσ̆ιών» ετραούδαν την ο ασ̆ερομπαστής, τζ̆είνος που ήταν πάνω στο δώμαν τζ̆’ έγυρνεν το άσ̆ερον που την ασ̆ερότρυπαν, όσην ώραν εκαρτέραν το επόμενον φορτίον. Μάλιστα ο Παναγιώτης επρόσθεσεν: «Αττυμούμαι μιαν νύχταν που ασ̆ερομπάζαν στην γειτονιάν μου τον Πετρήν του Χατζ̆ηλοϊζ̆ιά, άλλως Κλατσ̆ιάν, που ετραούδαν τζ̆’ εσυγκράτησα το εξής δίστιχον:

Ω! Τζ̆’ έτην Οπλιάν π’ ανέφανεν

με τ’ άστρα της τα έξι.

Ω! Τζ̆’ όποιος αγάπην ’εν εσ̆ει

ας έρτει να δκιαλέξει.

Με τούτα ούλλα μέσα μου ηχογράφησα το τραούδιν το 2002 τζ̆’ εκυκλοφόρησεν στην Δισκογραφική έκδοσην: «Κυπραία Φωνή – Στ’ αγνάρκα των τζ̆αιρών», με τίτλον: «Φωνή των Σατσ̆ιών (Ασ̆ερόμπασμαν)».

Η ιστορία, όμως, ’εν ετέλειωσεν δαχαμαί. Το 2004 εσυμμετείχα στο «ThreeIslandsProject», μια τριετή θεατρική συνεργασία μεταξύ Κύπρου, Μάλτας και Κορνουάλης. Εν’ μιάλη ιστορία. Κοντολοής έπαιζα τον ρόλον κάποιου ταχυδρόμου που τον επέψαν σε μιαν σοβαρήν αποστολήν τζ̆’ άμαν εστράφην με την απάντησην στο σ̆έριν, ηύρεν το χωρκόν του εγκαταλειμμένον. Ψυσ̆ή Θεού! Τζ̆ειαμαί έπρεπεν να τραουδήσω έναν τραούδιν. Τους στίχους έγραφα τους εγιώ. Ήρτεν μου αμέσως στον νουν η μελωδία τ’ Ασ̆ερομπασμάτου. Ήταν τότε νοστά π’ αννοίξαν οι στράτες με τα κατεχόμενα τζ̆’ έρκουνταν οι εικόνες με τα σπίθκια μας χαλαμάντουρα, δίχα πόρτες, δίχα παναθύρκα. Τούτες οι εικόνες εσμίξαν με τα συναισθήματα που μου επροκάλεν ο ρόλος μου τζ̆’ έβκην μου ο στίχος:

Εμείναν ούλλα ξάννοιχτα

τζ̆αι γέρημες οι στράτες.

Ασύντυχα τα δώματα

τζ̆αι πούντες μαυρομμάτες;!

Τούτον ήταν. Ο στίχος, τραουδημένος στην μελωδίαν τ’ ασ̆ερομπασμάτου, εγίνην έναν που τα πιο δυνατά σημεία της παράστασης. Έμεινεν όμως ως τζ̆ειαμαί.

Ύστερις που λλία γρόνια, σε μιαν συναυλίαν που έτυχεν νά ’χω μιαν διάθεσην παράξενην, την ώραν που ετέλειωσεν το Ασ̆ερόμπασμαν τζ̆’ οι μουσικοί εκλείσαν το τραούδιν ήρτεν μου ο στίχος, εμείναν ούλλα ξάννοιχτα… τζ̆’ ετραούδησα τον ακαπέλλα. Πάλε εξηχάστηκεν…

Φαίνεται όμως ότι είσ̆εν πολλύν γινάτιν!… Το 2014 επίνναμεν καφέν με τον φίλον μου τον Μιχάλην τον Πιερήν τζ̆’ εκουβενκιάζαμεν για μιαν συναυλίαν πού ’σ̆εν να κάμω το καλοτζ̆αίριν στο Πολιτιστικό Φεστιβάλ του Πανεπιστημίου Κύπρου. Είπεν μου ότι μιας τζ̆’ εκλείαν 40 γρόνια που τον ξεριζωμόν, εννά ’τουν καλά να δώσει τζ̆’ η συναυλία μας το δικόν της μήνυμαν. Ήρτεν αμέσως στον νουν μου ο στίχος, εμείναν ούλλα ξάννοιχτα… Είπα του τον τζ̆’ άρεσεν του. Άμαν τζ̆’ έφυεν, όπως ήμουν ήδη σε τζ̆εἰνην την διάθεσην ήρτεν μου αλλόνας στίχος.

Σαράντα γρόνους άγρυπνος

στ’ αλώνιν καρτερώ σε.

Σε στράτες γης τζ̆αι ουρανού

κάθε αυκήν θωρώ σε.

Έπεψα τον του Μιχάλη τζ̆’ άρεσεν του. Έτσι η συναυλία έκλεισεν με τούτες τες δκυο στροφές.

Που τότες, με τες δκυο τούτες στροφές, τζ̆αι με άλλην ερμηνευτικήν διάθεσιν, το Ασ̆ερόμπασμαν έννεν για μέναν πκιον μόνον έναν ερωτικόν τραούδιν μιας περασμένης εποχής αλλά έναν τραούδιν – παράπονον. Παράπονον για τες χαμένες μας αγάπες, τους χαμένους μας τόπους, τον χαμένον μας πολιτισμόν τζ̆αι την χαμένην μας αξιοπρέπειαν.

Μιχάλης Ττερλικκάς

31 του Γεννάρη, 2016