ΠΟΥ ’ΣΟΥΝ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΥΛΛΑ ΜΟΥ

Μιχάλης Ττερλικκάς

Δισκογραφική έκδοση: «Κυπραία Φωνή – Καλώς ήρταν οι ξένοι μας» – 2008

Τον Μάην του 1998, ύστερα που μιαν πληροφορίαν που μου έδωσεν ο φίλος μου, Γιώργος Σοφοκλέους, επισκέφτηκα τον μακαρίτην τον Παναήν Χρ. Μάλλουρον που την Αρμίνου της Πάφου. Εμείνισκεν στο σπίτιν της κόρης του, της Ριάνας, στον Βόρειον Πόλον της Λευκωσίας. Ήταν, τότε, στα 91 του γρόνια.

Ο Παναής είσ̆εν πολλύν καμόν να μου τραουδήσει τζ̆αι να πει για την ζωήν του, που τον τζ̆αιρόν που ήταν μιτσής. Είπεν μου πολλά. Τζ̆είνον που έμεινεν εις τον νουν μου ήταν που μου είπεν δκυο τρεις φορές:

«Τόσον νάν κοπελλουρούιν ετσάππιζα τ’ αμπέλια, γέννημαν, βούττημαν. Ύστερις που εμιάληνα νάκκον, πά’ στα 14, έκαμνα τ’ αμπέλια με το άλετρον με τα χτηνά. Ετραούδουν ούλλη μέρα. ’Εν εδίουν παμόν. ’Εν ένωθα ποστασ̆ιάν. Άρεσκεν μου πολλά! Ήμουν ούλλον χαράν!»

Που τα τραούδκια που μου είπεν εξηχώρισα το «Πού ’σουν μελαχρινούλλα μου».

Που τότε έρκετουν ταχτικά τζ̆’ εσ̆σ̆ίτταν τον νουν μου. Όμως, όπως μου το ετραούδησεν, ’εν είσ̆εν ούτε σταθερόν ρυθμόν, ούτε σταθερήν μελωδικήν γραμμήν. Οι μελωδίες ήταν ανακατωμένες. ’Εν έβκαλλα άκραν τζ̆’ επαίδευκεν με.

Το παίδεμαν, όμως ’εν πάει ποττέ χαμένον. Δουλεύκει που κάτω – που κάτω τζ̆αι ζυμώννει τα πράματα δίχα να παίρνουμεν χαπάριν.

Το 2006, π’ άρκεψα να σκεδιάζω την επόμενην μου δισκογραφικήν έκδοσην είπα:

«’Εν γίνετε. Τούτον που άκουσα που τον Παναήν πρέπει να γινεί τραούδιν τζ̆αι να κυκλοφορήσει.» Την Άννοιξην του 2008 οι ηχογραφήσεις εκοντεύκαν εις το τέλος. Ήρτεν η ώρα του.

Έκατσα τζ̆’ εξηχώρισα τρεις βασικές μελωδίες. Έφερα τες εις τα μέτρα μου τζ̆’ ετραούδουν τες που τζ̆αι που, ώστι τζ̆’ εχώνεψα τες. Εδκιάλεξα εννιά στροφές, γιατί ήτουν παραπάνω, εδιασκεύασα νάκκον κάποιους στίχους τζ̆’ έκτισα το. Τρία μέρη που τρεις στροφές στες τρεις μελωδίες. (Α,Β,Γ – Α,Β,Γ – Α,Β,Γ).

Που την προηγούμενην έκδοσην υιοθέτησα την συμμετοχήν τζ̆αι άλλων μουσικών τζ̆αι ερμηνευτών, εκτός που τους μουσικούς της «Μούσας», με στόχον την πολυφωνίαν, αλλά τζ̆αι την αξιοποίησην κάποιων ανθρώπων, τους οποίους θεωρώ ξεχωριστούς. Έτσι επρότεινα σε δκυο αγαπητούς μου φίλους, πολλά καλούς μουσικούς τζ̆αι οργανοπαίχτες, τον Γιώργο Φούντον (λαούτο) τζ̆αι τον Ευξίφιον Σατσ̆ιάν (βκιολίν), να συνεργαστούμεν σε τούτον το τραούδιν. Εδεχτήκασιν με πολλήν ευκαρίστησην. Εβρεθήκαμεν, λοιπόν, ετραούδησα τους το, εξήγησά τους την δομήν του τζ̆’ εσυφφωνήσαν. Τζ̆είνοι, που σαν μουσικοί, εν’ πιο ειδικοί που λλόου μου, εδουλέψαν τον ρυθμόν, τζ̆’ εδώκαμεν του μιαν οργανωμένην μορφήν. Εν’ η αλήθκεια φαίνεται νάκκον παράξενος ο ρυθμός, αμμά θαρκούμαι εν’ έναν που τα στοιχεία που το κάμνει ξεχωριστόν. Εξ’ άλλου επροσπαθήσαμεν, που την μιαν ναν οργανωμένος αλλά ναν όσον το δυνατόν πιο κοντά στο ύφος του τραουδκιού, όπως εκαταστάλαξεν μέσα μου που τον Παναήν.

Άμαν τα ήβραμε ούλλα τζ̆’ εφαίνετουν, πκιον, έτοιμον, ηχογραφήσαμεν, με το κινητόν, τες τρεις τελευταίες στροφές. Σκέφτουμαι αν θα πρέπει να το πω τούτον, αμμά έννα το πω, έτσι για να ξανααττυμηθούμεν τζ̆’ εγιώ τζ̆αι οι συνεργάτες μου τζ̆είνην την στιμήν. Άμαν ακούσαμεν το αποτέλεσμαν είμαστιν τζ̆αι οι τρεις κάτι παραπάνω που συγκινημένοι. Εγεννήθην έναν μωρόν!

Το τραούδιν, παρόλον που δεν το εδιασταύρωσα με κάποια άλλην πηγήν, φαίνεται ότι σε κάποιαν εποχή ήταν διαδεδομένον, αφού ο Παναής είπεν μου ότι το έμαθεν που τους άλλους αρκάτες, που το ετραουδούσαν στα μεταλλεία του Αμιάντου, γύρω στο 1938 – 39.

Μιχάλης Ττερλικκάς

11 τ’ Αούστου, 2015