ΦΩΝΗ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ

Μιχάλης Ττερλικκάς – μουσική Παρέα «Μούσα»

Δισκογραφική έκδοση: «Κυπραία Φωνή – Καλώς ήρταν οι ξένοι μας» – 2008

Το 1990 αγγονίστηκα την έκδοσην που Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος «Κύπρος –Δημοτική Μουσική», μιαν κασεττίναν με 7 δίσκους βυνιλλίου, τζ̆’ άρκεψα τους νεκάτωμαν. Έναν που τα τραούδκια, που μου άρεσεν πολλά, ήταν έναν τραούδιν με τίτλον «Ερωτικά». Εκαταγράψαν το το 1980 στο Νιον Χωρκόν της Πάφου που τον Χαμπήν Θεορή, που την Ίννειαν τζαι την Δρούσιαν, που έπαιζεν τζ̆αι ταμπουτσ̆ιάν. Βκιολίν έπαιζεν ο Χαμπής Λαζάρου.

Με τον Μητροπολίτην Μόρφου, Νεόφυτον, εγνωριστήκαμεν το 1998 που ενθρονίστηκεν στην Ευρύχου, προσωρινήν έδραν της μητρόπολης. Για πολλούς λόγους, ένας που τούτους ήταν η κοινή αγάπη τζ̆αι το ενδιαφέρον για την Δημοτικήν Μουσικήν, εγινήκαμεν κάτι παραπάνω που γνωστοί. Που τότες εσυμπλαζούμαστιν, που τζ̆αι που, στην μητρόπολην τζ̆’ ελαλούσαμεν τα.

Σε μιαν που τες συναντήσεις μας, το 2002, λαλεί μου με ενθουσιασμόν:

  – Ξέρεις ποιόν ανακάλυψα; Τον Χαμπήν Θεορή που τραουδά στους δίσκους του Πελοποννησιακού!

  – Πού; Λαλώ του.

  – Στην Τσακκίστραν.

  – Τζ̆’ είντα γυρεύκει τζ̆ει πάνω;

  – Επαντρεύτηκεν.

Έκαμεν μου τζ̆αι την ιστορίαν είντα λο’ς τζ̆’ ανακάλυψεν τον.

  – Επήα στην Τσακκίστραν να λουτουρκήσω. Λαλεί μου. Σε κάποιαν στιγμήν που έφκηκα στην πόρταν του Ιερού, θωρώ καρτζ̆ιν μου, στο παγκάριν έναν ψηλόν. Έμοιαζεν πολλά με την φωτογραφίαν που έσ̆ει στην έκδοσην. Άμαν επολουτουρκήσαμεν, την ώραν που με εσ̆αιρέταν, λαλώ του:

  – Είσαι ο Χαμπής Θεορή;

Τέλος πάντων, είπαν τα, τζ̆’ ο Χαμπής έκαμεν του τζ̆αι το τραπέζιν.

Ύστερις που λλίον τζ̆αιρόν επήα στην Τσακκίστραν τζ̆’ ήβρα τον Χαπμήν. Έκαμεν μου πολλές ιστορίες της ζωής του. Τον Ιούλην του 2003, εξαναπήα με τα σύνεργα μου. Είπεν μου ιστορίες πολλές τζ̆αι τραούδκια. Για να μου τραουδήσει την συγκεκριμένην «φωνήν» που έξερα που τον δίσκον, εχάραξα του τα λόγια. Άρκεψεν να τραουδά τα λόγια μα πάνω σε άλλην «φωνήν». Την γνωστήν «φωνήν» που τραουδά ο πιο πολλύς κόσμος τα τσ̆ιαττιαστά. Εχάραξα του την άλλην «φωνήν» τζ̆’ αττυμήθηκεν την αμέσως. Δαμαί εν’ ευκαιρία να πούμεν ότι τούτον το περιστατικόν φανερώννει ότι, άμαν ο άνθρωπος ξωμακρίσει που τον τόπον του, το περιβάλλον τζ̆αι τους ανθρώπους ξηχάννει πολλά ’πο τζ̆είνα ούλλα που ήταν μαζίν σφιχτοδημμένα, δίχα να το πάρει χαπάριν. Άμαν τον αρώτησα είνταν που λαλούν τούτην την «φωνήν», είπεν μου ’εν έξερεν.

Άρκεψα, σιγά – σιγά να την τραουδώ στες συναυλίες, δίχα όνομαν. Ήταν ’κόμα αβάφτιστη. Αρώτησα τζ̆’ άλλους παφίτες αμμάν έξερεν κανένας να μου την ονοματίσει. Στο μεταξύ άκουσα την τζ̆αι που έναν ψηφιακόν δίσκον του Χρήστου Σίκκη, με την ονομασίαν: «Φωνή Πόλης Χρυσοχούς – Πάφου», προφανώς γιατί η καταγραφή του Πελοποννησιακού εγίνην στο Νιον Χωρκον της Πάφου, κοντά στην Πόλην.

Εν με ικανοποίαν καμιά που τες δκυο ονομασίες. Έτσι, με αφορμήν τον πρώτον της στίχον: «Έλα να πάμεν μάνα μου τζ̆ει στα βουνά τ’ Ακάμα…», εβάφτισα την «Φωνή τ’ Ακάμα». Υστερόττερα, που αρώτησα τον Νικόλαν τον Βκιολάρην, που την Χλώρακαν, είπεν μου ότι τη λαλούν «Παφιτούαν».

Η φίλη μου η Νικολέττα Δημητρίου στα πλαίσια της έρευνας, που έκαμνεν για το διδακτορικόν της, εκατάγραψεν την, το καλοτζ̆αίριν του 2005, που τον Χαράλαμπον Μαυρέλλην, που την Φύτην, ως «Καταραμένην». Άμαν μου το είπεν αττυμήθηκα ότι τού’ν την ονομασίαν εσυναφέραν την σε έναν γλέντιν που εκαταγράψαμεν το 2004 στην Τάλαν, με την φίλην μου την Λίναν Χριστοδουλίδου στα πλαίσια της δικής της διατριβής.

Το 2006, εδιασταυρώσαμεν με την Νικολέτταν, την ονομασίαν που τον Χαμπήν Θεορή. Στην αρκήν είπεν μας, πάλε, ότι ’εν αττυμάτουν τ’ όνομαν της. Όμως, άμαν του εσυνάφερα την ονομασίαν, «Καταραμένη», δίχα να βαρυκωλιήσει είπεν μας:

  – Ναι! ’Εν έτσι που την ελαλούσαν.

Που τότε ετραούδουν την πιον με την ονομασίαν: «Φωνή Καταραμένη».

Το 2008, είπεν μου ο φίλος μου ο Πανίκκος Χρυσάνθου ότι στην Κυνούσαν της Πάφου, ένας ηλικιωμένος, ο Ματθαίος Παπαχριστοδούλου, ψάλτης τζ̆αι γιος παπά, ετραούδαν μιαν «φωνήν» που έμοιαζεν πολλά με την «Φωνήν τ’ Ακάμα» που ετραούδουν. Επήαμεν τζ̆’ ήβραμεν τον. Ήταν εις τες τσούρες. Επήαν τζ̆’ εφωνάξαν του τζ̆’ ήρτεν. Εσυντύχαμεν νάκκον ετζ̆έρασεν μας τζ̆αι την καθιερωμένην ζιβάναν, εκάμαμεν τζ̆αι τον χωραττάν μας τζ̆’ εμπήκαμεν εις το θέμαν. Ο Πανίκκος έγραφεν με την κάμεραν. Λαλώ του Ματθαίου.

  – Ε, έννα τραουδήσουμεν, μάστρε;

  – Είνταν που θέλεις να σου τραουδήσω;

  – Ό,τι θέλεις. Εσού είσαι ο μάστρος.

  – Να σου πω μιαν «Καταραμένην»; Λαλεί μου.

Αστράψαν τ’ αμμάθκια μου. Ήταν η τέταρτη επιβεβαίωση. Για την ακρίβειαν η τριάμιση, γιατί τζ̆είνη της Τάλας ήταν αόριστη. Τούτη, όμως ήταν κοφτή τζ̆αι ξηκούτσουλλη. Δίχα αρώτημαν. Απόλαυσα την «Καταραμένην», μιας τζ̆’ είχα την, πιον, καταγραμμένην!

Με τον Ματθαίον εβρεθήκαν τζ̆’ άλλες φορές που τότε. Η τελευταία φορά, ήταν τον περασμένον σ̆ειμώναν. Παρόλον που ήταν εις το στρώμαν, τον χωραττάν μας εκάμαμεν τον. Εμακαρίστηκεν τον περασμένον Ιούνην. Αιωνία του η μνήμη.

Τωρά σκοντόν, στες 6 τ’ Αούστου, 2015, ο Νεόφυτος Κωσταντίνου που την Λετύμπου, βκιολάρης τζ̆αι τραουδιστής, σε συνέντευξην με την Νικολέτταν, επιβεβαίωσεν μας τζ̆αι τζ̆είνος την ονομασίαν. Κατά που μας είπεν, έτσι του την ονόμασεν παλιά ο δάσκαλος του στο βκιολίν, ο Πετριδκιώτης. Ο Νεόφυτος ετραούδησεν μας τζ̆αι τον εξής στίχον πάνω στην “Καταραμένην”, που τον άκουσεν παλιά.

«Τα κόκκαλα μου να γινούν

καννιά σαν την ανέμην

‘εν παραιτώ που λλόου σου

ωρή καταραμένη».

Όσους τζ̆αι ν’ αρώτησα, ’εν εβρέθην κανένας να μου δώκει απάντησην στην ερώτησην: «Γιατί Καταραμένην;»

Ο στίχος τούτος μπορεί να διά μιαν απάντησην. Ότι, δηλαδή, πιθανόν, η “φωνή” να έκπιαεν το όνομαν της που το περιεχόμενον κάποιου στίχου.

Το 2008 ηχογραφήθηκεν με τίτλον «Φωνή Καταραμένη» τζ̆’ υπάρχει στην δισκογραφικήν έκδοσην: «Κυπραία Φωνή – Καλώς ήρταν οι ξένοι μας».

Λαλώ να την πάρω άλλο νάκκον πάρα τζ̆ει τούτην την ιστορίαν. Θαρκούμαι αξίζει τον κόπον τζ̆αι την υπομονήν σας.

Τον Σεπτέβρην του 2008 η ηχογράφηση ήταν έτοιμη. Επήα να δω τον Χαμπήν στην Τσακκίστραν τζ̆’ επήρα του την τζ̆’ άκουσεν την. Παρόλον που ήταν νάκκον άρρωστος εμεράκλωσεν τζ̆’ ετραούδαν μιτά μου. Εξαναπήα τον Νιόβρην που ήταν τελειωμένη η έκδοση τζ’ επήρα του την. Ήταν περίτου άρρωστος, μα εσιανοτραούδησεν νάκκον.

Τες 18 του Δετζ̆έβρη ετηλεφώνησεν μου η Γαλατού, η γεναίκα του τζ̆’ είπεν μου ότι ο χαμπής εβάρησεν. Επήα γύρισ’ ημέρα. Λαλεί μου η Γαλατού:

  – Εντζεν να σε αγρωνίσει. Έσ̆ει που τα ’χτες ’εν αγρωνίζει κανέναν.

  – Επήα δίπλα που την καρκόλαν του, εσύντυχα του, τίποτε! Καμιά αντίδραση. Λαλώ της Γαλατούς.

  – Γαλατού φέρ’ τζείν’ το μηχάνημαν που παίζει CD, τζ̆αι το CD που σας έφερα τελευταία.

  – Εν καταλάβει, γιε μου. Άδικος ο κόπος σου!

  – Φέρ’ το θκεια, σε παρακαλώ.

Έφερεν το. Έβαλα το πάνω στην καρκόλαν τζ̆’ έβαλα την «Καταραμένην» να παίζει. Άρκεψεν να ταράσσει τα σ̆είλη του.

  – Ποιός εν’ τούτος Χαμπή; Λαλεί του η Γαλατού.

  – Εεεεν’ ο Ττεεερλιιικάαας! Ήηηρτεεες Ττεεερλικκάαα μου; Εκαρτέρουν σεεε. Τζ̆’ έπασκεν να τραουδήσει.

Η μουσική εσυνέχισεν να παίζει τζ̆αι ο Χαμπής ησύχασεν. Η Γαλατού έκλεισεν την μουσικήν τζ̆’ είπεν μου.

  – Πάμεν ποτζ̆ει στη τσιμινιάν να τον αήκουμεν να πνάσει.

Επήαμεν, τζ̆’ η Γαλατού εμάσ̆ετουν να σάσει τζ̆εραστικόν. Ακούω τον Χαμπήν να φωνάζει.

  – Ρεεε Ττεεερλικκάαα, μα που επήεεες; Είντα εσταμάτησες;

Επήα τζ̆’ εξανάβαλα του την μουσικήν, έκατσα κοντά του τζ̆’ ησύχασεν. Γύρισ’ ημέρα ετηλεφώνησεν μου η Γαλατού τζ̆’ είπεν μου ότι ο Χαμπής εμακαρίστην.

Που τον εκατεβάζαμεν μέσα στο μνήμαν ετραουδήσαμεν του την «Καταραμένην».

Αιωνία σου η μνήμη, Χαμπή!

Μιχάλης Ττερλικκάς

21 τ’ Αυούστου, 2015