Ο ΔΑΣΟΝΟΜΟΣ

Μιχάλης Ττερλικκάς – Μουσική Παρέα «Μούσα»

Δισκογραφική έκδοση: «Κυπραία Φωνή – Στ’ αγνάρκα των τζ̆αιρών» – 2002

Τον «Δασονόμον» άκουα τον που τον τζ̆αιρόν πού ’μουν μιτσής στο χωρκόν μου το Καπούτιν του Μόρφου. Αττυμούμαι ότι ετραούδαν τον ένας ανηψιότεγνος μου, ο Αντρέας ο Μερακλής, συνότζ̆αιρος μου. Μάλιστα, για έναν διάστημαν εκολλήσαν του το παρατσούλλιν «Ο Δασονόμος». Λοαρκάστε ήμαστιν, τότε, 10-12 γρονών. Επηαίνναμε εις το θέρος τζ̆’ άμαν, που την πολλήν πυράν, που το κουτσομπολιόν τζ̆αι που τες άλλες ιστορίες, εποστέκετουν η γλώσσα των γεναικών τζ̆’ εμεινίσκασιν κάμποσην ώραν μουλλωτές, εφωνάζαν του Αντρέα.

  – Άτε ρε Αντρίκκο. Τραούδα μας τον «Δασονόμον» να περάσει η ώρα.

Άμαν ’εν εβαρκέτουν, τζ̆’ αν μεν ήτουν αγγρισμένος έκαμνεν τους το χαττίριν.

Τον Μιχάλην Πασ̆ιαρδήν, τον ποιητήν, εθώρουν τον τζ̆’ εσ̆αιρεθκιούμαστιν εις τους διαδρόμους του ΡΙΚ που το 1984. Εγνώρισα τον όμως καλά το 1989. Έπαιζα, τότε, στο «Θέατρον Ένα» τζ̆΄ ύστερις που την παράστασην εκουλιάζαμεν, μια παρέα 3-4 συνάδελφοι, στο «Αιγαίον». Ο Μιχάλης ήτουν πάντα τζ̆ειαμαί, στο ίδιον τραπέζιν. Εμείς, χωραττάν, αμπελοφιλοσοφίαν τζ̆αι τραουδκιάν κάθη νύχτα. Τότες είχαμεν πολλές αντοχές. Ο Μιχάλης απολάμβαννεν την παρέαν τζ̆’ επιάνναμεν τζ̆αι την κουβένταν. Τούτον εγίνετουν, σε ταχτικήν βάσην, χαζίριν τρία γρόνια. Με τον Μιχάλην εγινήκαμεν φίλοι. Έτσι, το 1991, επήρα το θάρρος τζ̆’ εζήτησα του να μου γράψει έναν σημείωμαν για τον πρώτον μου δίσκον βυνιλλίου, «Κυπραία Φωνή».

  – Να σου γράψω, κουμπάρε μου, καλό! Είπεν μου.

Έκαμεν δκυο τρείς μήνες να μου το γράψει. Στους δκυο μήνες είπα να τον αττυμήσω, μέμπα τζ̆’ εξήασεν.

  – Αττυμούμαι, κουμπάρε μου. Άηστο να ψηθεί, να βκει καλόν. Είπεν μου.

Έτσι, για την ιστορίαν, το αποτέλεσμαν ήταν το εξής:


«Τον Μιχάλη Τερλικκά τον πρωτάκουσα σε στέκι, σε καπηλειό. Να ξεδιπλώνει άξαφνα απάνω στο «σ’ υγεία σου, γεια σου», τη δυνατή μα κυρίως αυθεντική φωνή του, πάνω σε ρυθμούς και στίχους κυπριακούς.

Άμεση διαπίστωση· φωνή κυπριακή σ’ όλο της το βάθος και το ηχόχρωμά της, φωνή με αλήθεια και βάσανο, ξεδιπλωμένη στα κύματα του μερακιού, φωνή που εγγράφεται σίγουρα ως γνησιότατο στοιχείο του τόπου μας.

Είναι σημαντικό τώρα το γεγονός αυτού του δίσκου όπου ο Μιχάλης Τερλικκάς ερμηνεύει αυτή τη σειρά με κυπριακά τραγούδια. Μια προσφορά είναι για τον πολιτισμό μας, που εύχομαι να συνεχιστεί.»

Μιχάλης Πασιαρδής – 1991

Τωρά, με το δίτζ̆ιον σας, έννα πείτε:

  – Μα είντα σχέσην έχουν, σιόρ, τούτα ούλλα με τον «Δασονόμον;!»

Ήρταμεν τζ̆αι δαμαί. Που τότες εσυμπλαζούμαστιν που τζ̆αι που, με τον Μιχάλην, πότε στα στέκκια της παλιάς Λευκωσίας, πότε στην καντίναν του ΡΙΚ. Πολλές φορές ελάλεν μου:

  – Τον «Δασονόμον», Μιχάλη. Τον «Δασονόμον», να τον ηχογραφήσεις, τζ̆’ έννα χαθεί.

Μιαν που τζ̆είνες τες φορές, στην καντίναν του ΡΙΚ είπεν μου πάλε:

  – Τον «Δασονόμον», Μιχάλη. Τον «Δασονόμον», να τον ηχογραφήσεις, τζ̆’ έννα χαθεί.

  – Καλόν Μιχάλη. Αττυμούμαι τον που μιτσής μα θέλω να τον ακούσω τζ̆αι που παλιούς να τον διασταυρώσω.

  – Να πάεις εις τον Λαζανιάν. Τζ̆ει πάνω ξέρουν τον. Λαλεί μου. Τζ̆’ έκαμεν μου τζ̆αι μιαν ιστορίαν.

  – Επήα γύρω στο 1950 στον Απόστολον Αντρέαν. Σε μιαν καλύφην εσ̆εν κάτι λαζανιώτες τζ’ εδιασκεδάζασιν. Τζ̆’ αττυμούμαι έναν κοντατζ̆ινόν, παστούιν, λαζανιώτικον που τον ετραούδαν.

Τούτα μου είπεν ο Μιχάλης τζ̆’ ετραούδησεν μου τζ̆αι νάκκον, είντα λοής τον ετραούδαν το λαζανιώτικον.

Εν επεράρκησα. Τον Δετζ̆έβρην του 1997 ελάμνησα έναν πρωίν τζ̆’ επήα στην Λαζανιάν. Εσταμάτησα κοντά στον καφενέν, ήτουν βαούμενος. Μέσα στες στράτες, ψυσ̆ή Θεού! Άκουσα έναν συνεχόμενον θόρυβον μέσα σ’ έναν στενόν τζ̆’ εκλούθησα του. Έρκετουν πό’ ναν τζ̆ελλάριν. Ήτουν το καζάνιν του χωρκού που εβκάλλαν ζιβανίαν. Έμπηκα μέσα, τζ̆΄όπως ήρτα που το φως, τζ̆αι μέσα ήταν σκοτεινά, ίσ̆ια που εθώρουν δκυο πλάσματα.

  – Ώρα καλή.

  – Καλώς τον.

  – Είνταν που κάμνετε; Έτο βκάλλουμεν ζιβανίαν.

  – Θέλετε τάνυμαν;

  – Να την πιούμεν, όξα να την καζανιάσουμεν;!

  – Τζ̆αι που τα δκυο.

  – Κόπιασε.

Ήταν έναν αντρόυνον. Ο Γιώρκος Χ΄΄ Σάββας τζ̆’ η γεναίκα του η Μαρία. Δκυο που τους δεκατρείς, τότε, κατοίκους της Λαζανιάς. Σήμμερα, η μόνη κάτοικος εν’ η κυρία Μαρία. Ο άντρας της ο Γιώρκος εμακαρίστηκεν.

Άμαν τζ̆’ εσυντύχαμεν νάκκον για τες δουλειές τους τζ̆αι για την ζωήν τους τζ̆ει πάνω, λαλώ τους:

  – Είπαν μου ότι δαπάνω στην Λαζανιάν τραουδάτε τον δασονόμον.

  – Ήρτες εις τον κατάλληλον! Λαλεί μου ο Γιώρκος.

  – Ε, έννα μου τον τραουδήσεις;

  – Τώρα, να ποσπαστούμεν που τού’ν την καζανιάν. Να βάλουμεν πάνω την άλλην τζ̆’ ώστι ν’ αρκέψει να τρέσ̆ει, να πάμεν ποτζ̆εί έσσω να μπουκκώσουμεν, να πιούμεν τζαι καμιάν ζιβανίαν ’πο τούτην που τρέσ̆ει τωρά τζ̆αι να σου πω ότι θέλεις.

Ετάνυσα της κυρίας Μαρίας τζ̆’ εκουβαλήσαμεν με τες σίκλες την ζιβανίαν στο τζ̆ελλάριν τους που ήταν καρτζ̆ίν. Άμαν ετέλειωσεν η καζανιά, η κυρία Μαρία επήεν να σάσει μπούκκωμαν τζ̆’ εμεις με τον Γιώρκον εφκαιρώσαμεν το καζάνιν που τα ζίβανα, τα τελλειωμένα, εβάλαμεν άλλα τζ̆’ επήαμεν στο μπούκκωμαν.

Ετραούδησεν μου ο Γιώρκος τον «Δασονόμον» τζ̆αι κάποια τσιαττιστά. Άμαν το αρώτησα για το τραούδιν, πόττεν το ’μαθεν, είπεν μου:

  – Άκουσα το τραούδιν τούτον τον τζ̆αιρόν που ήμουν νέος, πά’ στα είκοσι μου, (γύρω στο 1940). Μάλιστα εγιώ άκουσα το που ξενοχωρίτες. Για μέναν τότε το τραούδιν ήτουν νέον. Άμαν εδιασκεδάζαμεν ο καθένας ετραούδαν το τραούδιν που του άρεσκεν. Έμέναν το τραούδιν μου ήταν «Ο Δασονόμος».

Έμεινα μιτά τους ως το δείλις στο καζάνιασμαν. Γύρισ’ ημέρα επήρα μιτά μου τζ̆αι τον φίλον μου τον Γιάννην Σουρουλλάν, τζ̆’ εκάμαμεν τζ̆’ άλλες ηχογραφήσεις που έναν ζευκάριν ηλικιωμένους.

Φαίνεται ότι «Ο Δασονόμος» εν’ έναν που τα πιο πρόσφατα δημοτικά τραούδκια που εδημιουργηθήκαν εις στην Κύπρον. Τούτον προκύπτει που τα πιο κάτω στοιχεία:

  – Την δεκαετίαν του 60΄ εξέραν το τζ̆αι τα κοπελλούδκια.

  – Για τον Γιώρκον Χ΄΄ Σάββαν, το 1940, το τραούδιν ήτουν νέον.

  – Το επάγγελμα του δασονόμου, του δασκάλου τζ̆αι του δικηγόρου, με τη μορφήν που περιγράφουνται στους στίχους του τραουδκιού εδειχτήκαν επί αγγλοκρατίας.

Τελειώννω με μιαν λεπτομέρειαν. Στο τραούδιν υπάρχουν οι εξής 2 στροφές:

Τζ̆’ ο δασονόμος κόρη μου

ήσυχος ’εν θα μείνει.

Έννα γυρίζει τα βουνά

τες πυρκαγιές να σβήννει

να γίνεται ολόμαυρος

γι’ ανάμιση σελίνιν.

Οι δασονόμοι μάνα μου

που το τριανταπέντε

πιάννουσιν κοσπεντάλιρα

τζ̆αι ζ̆ούσιν σαν λεβέντες.

Άμαν λαλεί η κόρη για 25 λίρες εν’ για έναν γρόνον που εννοά. Τζ̆αι τούτον θεωρεί το πολλά μιάλην αύξησην κοντά στο ανάμιση σελίνιν την ημέραν που λαλεί η μάνα της. Όμως, με ανάμιση σελίνιν την ημέραν, αν κάμουμεν τον λοαρκασμόν, βκαίννουν περίπου, πάλε 25 λίρες τον γρόνον.

Ένας φίλος χωρκανός μου είπεν μου ότι τον στίχον αττυμάται τον: «γιά ’ναν μισόν σελίνιν». Μισόν σελίνιν την ημέραν, δηλαδή. Για να στηρίξει την άποψην του εκάμαμεν τους πιο πάνω λοαρκασμούς. Εμέναν έπεισεν με τζ̆αι που τότες στες συναυλίες λαλώ: «γιά ’ναν μισόν σελίνιν». Στην ηχογράφησην εγράφτηκεν «για ανάμιση σελίνιν».

Το Τραούδιν ηχογραφήθηκεν τζ̆’ εκυκλοφόρησεν το 2002.

Εις μνήμην του Γιώρκου Χ΄΄ Σάββα.

Αφιερωμένον στην κυρίαν Μαρίαν που επιμένει ακόμα, μόνη της στην Λαζανιάν.

Μιχάλης Ττερλικκάς

17 τ’ Αούστου, 2015