ΦΩΝΗ ΝΕΚΑΛΙΣΤΗ

Ο Γανωματής – Χιουμοριστικόν τραούδιν. 

Που την δεκαετίαν του ’60 που αθθυμούμαι, σε διάφορες διασκεδάσεις, μουσικοί τζ̆αι τραουδιστές αυτοσχεδιάζαν χιουμοριστικούς στίχους με πονηρά υπονοούμενα, με κεντρικόν πρόσωπον τον γανωματήν, πάνω στην μελωδίαν του κοφτού ζεϊπέκκικου. 

Το 2006 που εγίνην η πρώτη παράσταση με «μυλλωμένα» τραούδκια που το Κανάλιν 6, εζητήσαν μου να συνεργαστούμεν. Εσκέφτηκα λοιπόν νά ’βρω τζ̆αι να διασκευάσω διάφορα Κυπριακά μυλλωμένα τραούδκια, τζ̆αι να τα παρουσιάσω, με την συνεργασίαν της «Μούσας» φυσικά, της μουσικής μου παρέας.

Τότε ήταν που αθθυμήθηκα τον «Γανωματήν», που κατά τον λον εξαναήρτεν στον νουν μου το 2002, που εγνώρισα τον μακαρίτην τον Χαμπήν Θεορή τζ̆’ εκάμναμεν τραουδοπαρέαν τζ̆αιρόν πολλύν. 

Επροσάρμωσα λοιπόν την μελωδίαν του κοφτού ζεϊπέκκικου όπως μου εγιούταν , εσκάρωσα τζ̆αι κάποιους στίχους, εδοτζ̆ιμάσαμεν το με την «Μούσαν» τζ̆’ επαρουσιάσαμεν το στα πρώτα «μυλλωμένα». Άρεσεν πολλά! Έτσι εγίνην έναν που τα «σουξέ» των «μυλλωμένων» που συνεχίζουνται ως τωρά. 

Το 2023 ήρτεν η ώρα του. Εφρέσκαρα ξανά τους στίχους, ηχογραφήσαμεν το στο στούντιο, εκάμαμεν τζ̆’ έναν φιλμάκιν στο κλίμαν του τραουδκιού, τζ̆’ έτο που βκαίννει στο μεϊτάνιν .

Στίχοι:

Είμαι ο γανωματής ξέρω τζ̆αι γανώννω
τζ̆αι τα αντζ̆ειά  των γεναικών εγιώ τα τζ̆ινουρκώννω .

Η τέγνη μου εν’ ξακουστή τζ̆’ όσες την δοτζ̆ιμάσουν
πάλε ξαναφωνάζουν μου ποττέ τους εν μ’ αλλάσσουν.

Μια μιτσ̆ά μου φώναξεν που’ ρκέτουν που την βρύσην
Θέλει τζ̆’ εμέναν γάνωμαν, κοντεύκει να τρυπήσει. 

Μιτσ̆ές μιάλες θέλετε, κοντεύκω να ποδώσω 
Λάμνε σάστο τζ̆’ έρκουμαι τζ̆’ εσέν να το γανώσω (το ιμπρίκκιν…)

Ήρτεν τζ̆αι μια που πέζεψα προχτές στην Αναρίταν
έλα ρε γανωματή, στούππωσ’ μου την τρύπαν (της μαείρισσας …)

Κάμε νάκκον πομονήν να βράσει το καλάιν
πλύννε την καθάρισ’ την τζ̆’ έσ̆’ η δουλειά κολάιν .

Μια λεγνή μου φώναξεν που πάνω στο μπαλκόνιν
έλα ρε γανωματή κάμε μου το σ̆ιόνιν. (το χαρτζ̆ίν …)

Σ̆ιόνα  μου δεν έρκουμαι ο άντρας σου μαλλώννει.
Εν σε κόφτει ρε μάντη ο άντρας μου πκιερώννει.

Ως τζ̆αι μια κοτζ̆ιάκαρη  ένεψεν μου νά ’ρτω.
Έλα ρε γανωματή γάνωσ’ μου τον φάρτον .

Μα το καλάιν δεν κολλά πάνω εις τον φάρτον.
Ρε χρυσέ μου γανωτή, λλίον – λλίον βάρ’ το. (το καλάιν…) 

Τι ήταν οι γανωματήες ή μάντηες:

Ως τα μισά του περασμένου αιώνα, ούλα τα αντζ̆ειά ήταν χάλκινα, χαρκοματένα, ή μπακκιρένα, όπως τα ελαλούσαν. Ο χαλκός όμως, άμαν αγιώσει  προκαλεί δηλητηριάσεις. Για τούτον εγανώνναν τα αντζ̆ειά. Αλοίφαν τα δηλαδή που μέσα με καλάιν (κασσίτερον), αφού το έλιωναν με βράσιμον. Με το δούλεμαν όμως, το γάνωμαν εκαταλιέτουν  τζ̆’ εθέλαν  γάνωμαν ξανά π’ αρκής.   

Την δουλειάν τούτην εκάμναν την οι γανωματήες ή μάντηες. Οι πιο πολλοί πο τούτους εν είχαν μαχαζίν για νά ’ρκουνται οι πελάτες να τους ιβρίσκουν. Επηαίνναν τζ̆είνοι στον πελάτην. Εφόρτωναν το νοικοτζ̆υρκόν τους τζ̆αι τα εργαλεία της δουλειάς πάνω στα κτηνά, για πάνω σε άμαξες τζ̆’ εγυρίζαν που χωρκόν σε χωρκόν με την οικογένειαν τους. 

Επεζεύκαν  έξω που το χωρκόν, σε έναν τόπον κοντινόν με 2-3 μιάλα δεντρά, τζ̆’ εγυρίζαν που σπίτιν σε σπίτιν τζ̆’ εσυνάαν τα αντζ̆ειά που ήταν για γάνωμαν. Τα μιτσ̆α έβαλλαν τα σε μιαν σακκούλαν τζ̆αι τα χαρτζ̆ιά εφορτώνουνταν τα στον νώμον τζ̆’ επαίρναν τα στον πρόχειρον καταυλισμόν τους. Εγανώνναν τα τζ̆’ εστρέφαν τα του πελάτη (κυρίως πελάτισσας). 

Για να γανωθεί κάποιον αντζ̆ειόν έπρεπεν να πρώτα να καθαριστεί καλά που το παλιόν γάνωμαν. Την δουλειάν για τα μιτσ̆ά αντζ̆ειά εκάμναν την οι γεναίτζ̆ες τζ̆αι τα κοπελλούδκια. Τα χαρτζ̆ιά όμως ήταν δουλειά του γανωματή. Έθαφκεν τον κώλον του χαρτζ̆ού μέσα στο χώμαν για να μεν ταράσσει, έβαλλεν στον πάτον γρέζα, που πάνω κάποια πατσ̆ιαούρκα , έμπαινε μέσα στο χαρτζ̆ίν με τα παπούτσια, στέκοντα, τζ̆αι με κινήσεις δεξ̆ιά τζ̆’ αριστερά, ολόκληρου του κορμιού του, έτριφεν τα ρούχα με τα γρέζα στον πάτον τζ̆’ εκαθάριζεν τον. 

Άμαν ελείφκαν οι πελάτες, εφορτώνναν τα συμπράκαλα τους τζ̆’ ελαμνίζαν  για άλλον χωρκόν.

Γλωσσάρι

εγιούταν : βόλευε
βκαίννει στο μεϊτάνιν : δημοσιοποιείται 
αντζ̆ειά : αγγεία, μαγειρικά σκεύη
τζ̆ινουρκώννω : κάνω καινούργια
να ποδώσω : να αποκάμω
μαείρισσας : κατσαρόλας
κολάιν : ευκολία
χαρτζ̆ίν : καζάνι
Σ̆ιόνα : Χιονάτη
κοτζ̆ιάκαρη : γριά
φάρτος : αγροτικό σκεύος από φλούδι (φυτικό υλικό)
αγιώσει : οξειδωθεί, σκουριάσει
εκαταλιέτουν : φθειρόταν
επεζεύκαν : κατασκηνώνανε
πατσ̆ιαούρκα : κουρέλια
ελαμνίζαν : ξεκινούσαν

Μιχάλης Ττερλικκάς

23 του Δετζ̆έβρη, 2023