ΦΩΝΗ ΚΩΜΗΤΙΣΣΑ

Μιχάλης Ττερλικκάς – Χρήστος Κωνσταντίνου (ταμπουράς)

Δισκογραφική έκδοση: «Κυπραία Φωνή – Στ’ αγνάρκα των τζ̆αιρών» – 2002

Το 1992, ύστερις που μιαν θεατρικήν παράστασιν στην Χώραν, εβρεθήκαμεν σε μιαν ταβέρναν, κάμποσοι φίλοι. Εκάμναμεν το ταχτικά τζ̆ειν’ τον τζ̆αιρόν. Πάνω στο φαν, πάνω στο πκειν τζ̆’ ύστερις που καμπόσην τραουδκιάν, είπεν μου μια κοπέλλα που την παρέαν, η Μαρία Εμμανουήλ, που την Αγιάν Μαρίναν της Σ̆σ̆υλλούρας, ότι ο παππούς της ετραούδαν μιαν «Φωνήν», την «Μαρινιωτούν». Έτσι ευκαιρίες ’εν τες έχαννα.

Ο παππούς, ο Τζ̆ιαννής Πουλλής, Μαρωνίτης που την Αγιάν Μαρίναν, εκάθετουν εις τον Κοτσ̆ιάτην. Εκανονίσαμεν τζ̆’ επήαμεν έσσω του, στον Κοτσ̆ιάτην, με την Μαρίαν τζ̆αι τον Ευαγόραν Καραγιώργην. Είχα τότες έναν μιτσίν κασεττοφωνούιν με μικροκασέττες. Τέλος πάντων, ο Τζ̆ιαννής τζ̆’ η Μαριαννού, η γεναίκα του, εκαλοδεχτήκαν μας. Έφερεν η Μαριαννού την ζιβάναν τζ̆αι τον μεζέν της τζ̆’ εμπήκαμεν εις το ψητόν. Έφερεν ο Τζ̆ιαννής έναν μπουζούκκιν τζ̆’ άρκεψεν την τραουδκιάν. Είσ̆εν πολλά καλήν φωνήν. Ετραούδησεν μας διάφορα, πριχού να μας τραουδήσει την «Μαρινιωτούν». Ύστερις λαλεί μου:

  – Να σου πω τζ̆αι μιαν Καρπασίτισσαν;

  – Πε μου ό,τι θέλεις, μάστρε.

Έξερα την «Καρπασίτισσαν». Τζ̆είνον που μου ετραούδησεν, όμως, ’εν έμοιαζεν με την «Καρπασίτισσαν» που έξερα. Επέμενεν, όμως, ότι εν’ «Καρπασίτισσα». Τέλος πάντων, ύστερις ήρταν, ένας γιος του τζ̆αι κάποιες γειτόνισσες στην παρέαν, εξηθάρεψεν τζ̆’ η Μαριαννού τζ̆’ ετραούδησεν την «Καρπασίτισσαν». Ήταν αποκάλυψη! Ετραούδαν με τζ̆ειν’ τον τρόπον τον γλυτζ̆ύν που τραουδούν, οι γεναίτζ̆ες του τόπου μας. Με το συμπάθκιον, που ετραουδούσαν έθελα να πω, γιατί δυστυχώς σήμμερα, όι μόνον οι νέες, μα τζ̆’ οι παλιές θαρκούνται ότι όσον πιο δυναμικά τζ̆’ όσον πιο αππωμένα τραουδήσουν, τόσον το καλλύττερον. Γιατί τζ̆αι που λαλείτε, η Μαριαννού ετραούδαν γλυτζ̆ιά, θηλυκά, παραπονιάρικα, όι κλαμένα, με κάτι κεντήματα στην φωνήν, που μοσκολοούσιν Κύπρον. Έμεινεν εις τον νουν μου.

Εξανάκουσα την ηχογράφησην με την ησυχίαν μου. Το θέμαν με την «Μαρινιωτούν» ήταν ξακάθαρον. Η «Καρπασίτισσα», όμως, επαίδευκεν με. ’Εν εταίρκαζεν το όνομαν. Εκατάληξα ότι ο Τζ̆ιαννής εμπόρηεν νά’ θελεν να πει, «Καρπασ̆ιώτισσαν». Δηλαδή που την Καρπάσ̆ιαν, έναν μαρωνίτικον χωρκόν, κοντά στην Αγιάν Μαρίναν.

  – Είντα γυρεύκει ο γέρος; Λαλώ, στην Καρπασίαν, τόσον μάκρος!…

Τέλος πάντων, εβάφτισα την «Καρπασ̆ιώτισσαν» τζ̆’ άρκεψα τζ̆’ ετραούδουν την στες συναυλίες, με την συνοδείαν λαούτου.

Εντυπωσιασμένος που την ερμηνείαν της Μαριαννούς, έκτισα το τραούδιν με τέτοιον τρόπον που να έσ̆ει μέσα τζ̆αι τού’ν την ομορκιάν. Την πρώτην τζ̆αι την τρίτην στροφήν ετραούδουν τες κατά Τζ̆ιαννήν τζ̆αι την δεύτερην τζ̆αι την τέταρτην κατά Μαριαννούν.

Κατά τον λό’ν, τότες που μας ετραούδησεν ο Τζ̆ιαννής με τον μπουζούκκιν αρώτησα τον.

  – Μα εν’ μπουζούκκιν που παίζεις;

  – Παλιά, γιε μου, στην Αγιάν Μαρίναν, έπαιζα τα με τον τταμπουράν. Ύστερις, εθώρουν τους άλλους που επαίζαν λαούτον, τζ̆’ εγύρισα το τζ̆’ εγιώ στο λαούτον. Ύστερις που εγινήκαμεν πρόσφυγες, με λαούτον είχα, με τταμπουράν. Ήβρα ένα μπουζούκκιν τζ̆αι πελεκώ το.

Έμπην μου που τότε η ιδέα να ηχογραφήσω τα δκυο τραούδκια, την «Μαρινιωτούν» τζ̆αι την «Καρπασ̆ιώτισσαν», με τταμπουράν τζ̆αι φωνήν. Μα ’εν έξερα κανέναν τταμπουρατζ̆ήν.

Με το όνομαν της «Φωνής, ευτυχώς, ’εν έμελλεν να τελειώσουμεν δαμαί. Το 1993, εγνώρισα τον Μιχαλάκην Ηλία (γιον του πολλά γνωστού παλιού βκιολάρη Νίκου Ηλία, που την Κώμαν του Γιαλού). Ο Μιχαλάκης παίζει βκιολίν, με έναν ξαχωριστόν καρπασίτικον χρώμαν. Ήταν, τότε, μαέστρος της φιλαρμονικής της αστυνομίας. Σε μιαν που τες συναντήσεις μας στο σπίτιν μου, αφού ήπκιαμεν τες ζιβάνες μας τζ̆’ εμεράκλωσεν, άρκεψεν να παίζει με το βκιολίν μιαν μελωδίαν. Αστράψασιν τ’ αμμάθκια μου. Έμοιαζεν πολλά με την «Καρπασίτισσαν» του Τζ̆ιαννή. Άμαν ετέλειωσεν αρώτησα τον είνταν που ήταν τζ̆είνον πό’ παιξεν τζ̆’ είπεν μου πως ήταν μια «φωνή» που το χωρκόν του, την Κώμαν του Γιαλού. Στην Καρπασίαν!

Έπκιασα το νήμαν που τζ̆ειαμαί τζ̆’ άρκεψα το νεκάτωμαν. Η άκρα εβρέθηκεν στο βιβλίον του Σώζου Τομπόλη, «Κυπριακοί Ρυθμοί και Μελωδίες», ήβρα καταγραμμένην μιαν «Φωνήν» με τίτλον «Φωνή Κωμήτισσα». Έμοιαζεν πολλά με τζ̆είνον που είχα μέσα στ’ αφκιά μου. Έτσι, η «Καρπασίτισσα» του Τζιαννή, που την εβάφτισα «Καρπασ̆ιώτισσαν» ήβρεν το πραγματικόν της όνομαν. «Φωνή Κωμήτισσα». Τέλος καλόν, όλα καλά τζ̆αι η πλάνη αποφεύχτηκεν.

Το ταξίδιν, όμως, της «Κωμήτισσας» συνεχίζεται. Όπως εθώρουν τηλεόρασην, μιαν ημέραν, έππεσα πάνω σε έναν πρόγραμμαν του ΡΙΚ με τον μακαρίτην τον Νέαρχον Γεωργιάδην. Εμίλαν με κάποιον μουσικόν. Ήταν ο μακαρίτης ο Χρήστος Κωνσταντίνου. Σπουδαίος μουσικός, πασίγνωστος στην Ελλάδαν, Κυπραίος, συντοπίτης μου, που τ’ Αρκάτζ̆ιν του Μόρφου. Τότε ’εν τον έξερα. Ούτε τζ̆αι πόσον σπουδαίος μουσικός τζ̆αι άνθρωπος ήταν. Τούτα εκατάλαβα τα υστερόττερα, που εγινήκαμεν φίλοι. Σε κάποιαν στιγμήν, ανάμεσα στα όργανα που είπεν ότι παίζει εσυνάφερεν τζ̆αι τον ταμπουράν. Για μέναν έφεξεν!

Ήβρα το τηλέφωνον του που τον Νέαρχον τζ̆’ ετηλεφώνησα του, στην Αθήναν. Δίχα να τον ιξέρω, δίχα να με ξέρει. Είπα του ότι είχα δκυο τραούδκια κυπριακά που έθελα να τ’ ακούσει τζ̆’ αν τ’ αρέσουν να μου παίξει ταμπουράν να τα ηχογραφήσουμεν. Έδειξεν μιάλην προθυμίαν. Έπεψα του τα σε μιαν κασέτταν, αρέσαν του, τζ̆’ εσυφφωνήσαμεν, με την πρώτην ευκαιρίαν πού ’σ̆σ̆εν να πάω στην Αθήναν να τα ηχογραφήσουμεν.

Τούτον εγίνηκεν το 1995. Επήα έσσω του, στο Μαρούσιν, αργά την νύχταν, γιατί ούλλη μέρα ήταν απασχολημένος με διάφορες ηχογραφήσεις. Έβαλεν την κασέτταν, άκουσεν τα νάκκον, εκούρτισεν τον ταμπουράν τζ̆’ άρκεψεν να κάμνει τταξίμια. Εδοτζ̆ιμάσαμεν την πρώτην τζ̆αι την τελευταίαν στροφήν που το καθέναν. Ολόκληρα, είπαμεν τα τζ̆’ εγράψαμεν τα, γύρισ’ ημέρα στο στούντιο. Πρίμα βίστα, που λαλούν.

Άμαν εστράφηκα που την Αθήναν, με την ηχογράφησην έτοιμην επήα στον Τζ̆ιαννήν τζ̆’ έβαλα τα τραούκια τζ̆’ άκουσεν τα. Το πρώτον του σχόλιον ήταν για τον παίξιμον του ταμπουρά.

  – Όι ρε! Μα τούτος παίζει α!

Όσην ώρα τα άκουεν ήταν χαμογελαστός τζ’ εταξίδευκεν, να δούμεν πού;!

Ύστερις που λλίον τζ̆αιρόν ο Τζ̆ιαννής άφηκεν μας γρόνους.

Τα δκυο τραούδκια επεριληφθήκαν στην δισκογραφικήν έκδοσην:

«Κυπραία Φωνή – Στ’ αγνάρκα των τζ̆αιρών» – 2002

Εις μνήμην του Τζ̆ιαννή, της Μαριαννούς, του Σώζου Τομπόλη, τζ̆αι του Χρήστου Κωνσταντίνου που δυστυχώς έφυεν πρόωρα, τον περασμένον Μάρτην, στα 65 του γρόνια.

Μιχάλης Ττερλικκάς

16 τ’ Αούστου, 2015