ΠΙΚΚΑΡΙΣΜΕΝΟΝ ΤΣΙΑΤΤΙΣΜΑΝ

Μιχάλης Ττερλικκάς – Αντρέας Μαππούρας

Τα Μαππουρέικα 1 – (Κασέττα) – 1979

Τούτη η ιστορία, τζ̆’ αν πάει πολλά μακρά! Τζ̆αι μακάρι να την ιξέρουσιν πεντέξη!

Το 1976, ύστερις που τρία γρόνια στρατόν, εβρέθηκα στην Αθήναν. Μόνη μου περιουσία, μια βαλίτσα. Με λλία ρούχα τζ̆αι πόνον πολλύν. Τίποτε άλλον! Όμως τούτη εν’ άλλη, μιάλη, πονεμένη ιστορία τζ̆’ έννεν, της ώρας.

Τέσσερα γρόνια στην Αθήναν. Δύσκολος ο πρώτος τζ̆αιρός, μα υστερόττερα, με το μεροκάματον είσ̆εν η πούγκα μας ππαράες τζ̆αι για τες σπουδές μας τζ̆αι για την ζήσην μας τζ̆αι για την ταβέρναν. Άσχετον αν είμαστιν στην πρίζαν είκοσι ώρες το κοστετράωρον.

Χαζίριν κάθη νύχτα εκουλιάζαμεν στην ταβέρναν του Πάμπου, «Η Ωραία Κύπρος» στα Άνω Ιλίσια. Οι τοίσ̆οι της έννα ’ττυμούνται κόμα τες τραουδκιές μας. Χαρά στην δύναμην! Μα ήμουν τότε, λοαρκάστε, πά’ στα κοσιέναν με κοσπέντε μου!…

Μέσ’ στην παρέαν, ήταν τζ̆αι ο Στέλιος Παπαχριστοδούλου, ο Στελλάρας, που το Καρπάσιν. Λαλεί μου μιαν νύχταν, στην ταβέρναν το 1979.

  – Ρε, πόννα πάεις Κύπρον το καλοτζ̆αίριν, έχω έναν χωρκανόν εις την Σκάλαν, τον Λάμπρον τον Δκιάκον. Τούτος κάμνει κασέττες, παραγωγές δικές του με κυπριακά τζ̆’ έννα σε θέλει. Έννα πκιάεις τζ̆αι ππαράν!…

Το καλοτζ̆αίριν που ήρτα στη Κύπρον, εδούλευκα στα κτίσματα, αρκάτης. Έναν δείλις, που ’σκόλασα επήα στην Σκάλαν τζ̆’ ήβρα τον Λάμπρον, στην οδόν Ερμού. Τέλος πάντων, λαλεί μου:

  – Έχω δουλειάν έτοιμην. Να τραουδήσεις με τον Μαππούραν.

Άμαν άκουσα Μαππούρας, εγιώ, εσυντρομάχτηκα. Πού να σταθώ εγιώ ομπρός που τον θρύλον της τραουδκιάς. Μα είχα εμπιστοσύνην εις στον Μιχάλην, τζ̆αι λαλώ του:

  – Πότε;

  – Νά ’ρτεις αύριον να σου δώκω τα τραούδκια.

Εξαναπήα γύρισ’ ημέρα. Τα τραούδκια είνταν που ήταν; Δίστιχα του Αντρέα Μαππούρα, είτε σαν ποίημαν, που ήταν να τα τραουδήσουμεν, άλλα τζ̆είνος τζ̆αι άλλα εγιώ, σε διάφορες φωνές, είτε στημένον τσ̆ιάττισμαν, που τους διαλόγους είσ̆εν τους γραμμένους, έτοιμους, ο Μαππούρας.

Τέλος πάντων, εκανονίσαμεν, την τάδε μέραν να βρεθούμεν στο στούτιο του Κεραυνού στον Στρόβολον. Είπα του μάστρου μου, ήταν ανηψιότεγνος μου: Έτσι τζ̆’ έτσι… τζ̆’ εκανόνισα να μεν πάω δουλειάν. Να πάω να γινώ τραουδιστής!!!

Τέλος πάντων, στο στούτιο, ήταν η πρώτη φορά που εθώρουν που κοντά τον Μαππούραν. Εσύτντυχα του τζ̆’ εκάμανεν μαντάτα!!! Ήταν πολλά φιλικός. Προ πάντων άμαν τζ̆’ άκουσεν με, που ’κάμαμεν νάκκον πρόβαν, λαλεί του Λάμπρου:

  – Ως πολλάτε, ρε. Έφερες μου τζ̆’ έναν τραουδιστήν να τραουδήσω μιτά του να το ευκαριστηθώ!

Εγιώ επήρα πάνω μου. Μα εθώρεν με που ’εν ήμουν σίουρος τζ̆αι λαλεί μου.

  – Μεν φοάσαι, γιε μου. Ό,τι ’εν ιξέρεις έννα σου το τραουδώ μιαν φοράν τζ̆’ έννα το τραουδάς. Αρπάσσεις που την πρώτην εσού. Είδαν τ’ αμμάθκια μου εμέναν τραουδιστές!…

Τέλος πάντων, που τες εννιά ως το μεσομέριν ετραουδήσαμεν τραούδκια για τρεις κασέττες. Μιαν τζ̆’ έξω. Άμαν έπκιαννεν νάκκον γρέζον η φωνή του Μαππούρα τζ̆’ εσταμάταν, εμουρμούραν ο Λάμπρος:

  – Έκαμεν καραολίν, πάλε, ο λαιμός του γέρου. Έντζ̆αι ξέρει πως εγιώ εν’ με την ώραν που πκιερώννω το στούτιο!

Αντί «γέρου» εν’ κάτι άλλον που ελάλεν, αμμά θαρκούμαι εν’ κάλλιον να μεν το πω… Τούτον άκουσα το που ετραούδαν μόνος του ο Μαππούρας τζ̆’ ήμουν μέσα στην κονσόλαν τζ̆’ άκουα, με τον Λάμπρον τζ̆αι τον ηχολήπτην.

Άμαν τζ̆’ ετελειώσαμεν, λαλεί μας:

  – Άτε, εμπάτε μέσ’ στ’ αυτοκίνητον να ρέξουμεν που το Ψευτάν να σας τζ̆εράσω οφτόν.

Επήαμεν εις το Ψευτάν στο κέντρον του Δεσπότη. Εφά’μεν οφτόν τζ̆’ ήπκιαμεν τζ̆αι καμιάν πύραν. Εμέναν όμως έλαμνεν με η έννοια. Εν’ εις την Χώραν που εμείνισκα. Ο Λάμπρος τζ̆’ ο Μαππούρας είσ̆εν να πάσιν στην Σκάλαν. Είντα λοής είσ̆εν να στραφώ στην Χώραν;! Ππαράες για το λεοφωρείον ’εν τζ̆’ εκράουν! Εβαρυκώλιουν, εβαρυκώλιουν, σε μια στιμήν λαλεί ο Λάμπρος, του Μαππούρα:

  – Άτε, θκειε, να πάμεν; Εσού, ρε έννα στραφείς με το λεοφωρείον εις την Χώραν, έννεν; Λαλεί μου εμέναν.

Έφτασεν πκιον ο κόμπος εις στο κτένιν. Έπρεπεν να συντύχω. Λαλώ του Λάμπρου, έτσι αντροπκιάρικα:

  – Έντζ̆αι κραώ ριάλλια για το λεοφωρείον…

Εποτάβρισεν το σέριν του, που κάτω που το τραπέζιν τζ̆’ εκράεν έναν πεντοσέλινον. Τόσα ήτουν το αγώγειον του λεοφωρείου.  

 Έχω σου τα έτοιμα, λαλεί μου. Τζ̆’ έδωκεν μου το πεντοσέλινον.

Έπκια’ το τζ̆’ εγιώ, είπα ευκαριστώ, τζ̆’ εστράφηκα στην Χώραν με το λεοφωρείον του Λευκαρίτη.

Εστράφηκα, όμως τραουδιστής!!! Ετραούδησα με τον Μαππούραν στα κοστέσσερα μου!!!

Τούτην την ιστορίαν έπρεπεν να την ονομάσω: «Για έναν κομμάτιν οφτόν…»

Μιχάλης Ττερλικκάς

20 τ’ Αούστου, 2015