Η ΛΥΕΡΗ ΤΖ̆’ Ο ΧΑΡΟΣ - Ποιητάρικη Φωνή

Μιχάλης Ττερλικκάς

Κυπραία Φωνή (Βινύλιο) – 1991

Δισκογραφική έκδοση: «Κυπραία Φωνή – Στ’ αγνάρκα των τζ̆αιρών» – 2002

Το τραούδιν τούτον ’εν υπήρχεν πριν που το 1990. Εδημιουργήθηκεν τότε που μέναν, με αφορμήν μιαν θεατρικήν παράστασην.

Η ιστορία τούτη πάει πολλά πίσω. Έννα βκει τζ̆αι νάκκον μιάλη. Αν μεν εν’ άλλον πέρκι εν’ καλλύττερη που τες ιστορίες τους πολιτικούς…

Τον αείμνηστον Γεώργιον Αβέρωφ εγνώρισα τον το 1983 στο χορευτικόν συγκρότημαν του μακαρίτη του Μίκη του Σιακαλλή «Οι Αδούλωτοι». Ήταν ο βκιολάρης τους. Που τότε εσυνεργαζούμαστιν, τζ̆αι στο συγκρότημαν, μα τζ̆αι σε δικές μας εκδηλώσεις μέχρι τον ξαφνικόν του θάνατον, το 1990.

Γιατί τζ̆αι που λαλείτε, μιαν ημέραν μέσ’ στο καλοτζ̆αίριν του 1987, σαν έκτιζα πέτρες εις την αυλήν μου στην Σ̆ιαν, έπκιασεν με τηλέφωνον, ο μακαρίτης, τζ̆αι λαλεί μου.

  – Μιχάλη, θέλεις να παίξεις στο θέατρον;

  – Καλό! Είπα του, δίχα δεύτερον λό’ν.

  – Αύριον το δείλις η ώρα 7 να είσαι στο υπαίθριον θέατρον της Πύλης Αμμοχώστου.

Τούτη ήταν η κουβέντα μας. Γύρισ’ ημέρα επήα. Στην κερκίδαν εκάθετουν ο Νίκος ο Σιαφκάλλης, ο σκηνοθέτης – ηθοποιός, τζ̆αι στην σκηνήν εκάμναν πρόβαν κάτι χορευτικά, σε παραδοσιακές μελωδίες, οι ηθοποιοί. Ο Αβέρωφ έπαιζεν βκιολίν τζ̆’ ο Χριστόδουλος Πίπης, τζ̆αι τζ̆είνος μακαρίτης, έπαιζεν λαούτον.

Άμαν ετελειώσαν, εκάμασιν διάλειμμαν τζ̆’ ο Σιαφκάλλης ήρτεν κοντά μου. Εσυστηθήκαμεν τζ̆’  έδωκεν μου έναν κείμενον που εξεκίναν έτσι:

Πόττεν ν’ αρκέψω, τι να πω τζ̆αι τι να τραουδήσω;

Τα πάθη μου τζ̆αι τους καμούς για να σας μολοήσω…

Ήταν το θεατρικόν έργον του Γιώργου Νεοφύτου «Στης Κύπρου το Βασίλειον», που θα επαίζετουν για το Φεστιβάλ Λευκωσίας. Λαλεί μου ο Σιαφκάλλης.

  – Τούτον μπορείς να μου το τραουδήσεις όπως τους ποιητάρηες;

  – Δώσ’ μου δκυο λεπτά. Είπα του.

Εν’ η αλήθκεια, τον τζ̆αιρόν πού ’μουν μιτσής άκουα τους ποιητάρηες στα παναΰρκα, τζ̆αι προ παντός τον μακαρίτην τον Αντρέαν Μαππούραν. Αλλά ’εν εδοτζ̆ίμασα καμιάν φοράν να τραουδήσω στην «Φωνήν» των ποιητάρηδων. Έφερα στον νουν μου τον Μαππούραν. Σαν να τον άκουα μέσ’ στ’ αφκιά μου, τζ̆’ άρκεψα.

Άμαν είπα την πρώτην στροφήν εσταμάτησεν με ο Σιαφκάλλης, ενθουσιασμένος.

  – Έτσι! Έτσι! Μιχάλη.

Τζ̆είνον ήταν. Έκαμα τον ρόλον του ποιητάρη – αφηγητή τζ̆’ ετραούδουν τζ̆αι τα τραούδκια του έργου με τους ηθοποιούς, προσαρμοσμένα σε παραδοσιακές μελωδίες.

Το έργον επαίχτηκεν με μεγάλην επιτυχίαν στο φεστιβάλ τζ̆’ εκάμαμεν τζ̆’ άλλη καμιάν δεκαρκάν παραστάσεις εκτός Λυκωσίας. Έτσι για την ιστορίαν, το έργον ανεβάστηκεν ξανά από τον ΘΟΚ το 1992 με σκηνοθέτην πάλε τον Νίκον Σιαφκάλλην τζ̆’ εμέναν στον ίδιον ρόλον. Η πρεμιέρα εδόθηκεν στη Αθήναν στο Εθνικόν Θέατρον.

Με το προζύμιν του Μαππούρα, μέσα που τες πρόβες τζ̆αι τες παραστάσεις, τους αυτοσχεδιασμούς τζ̆αι την ελευθερίαν της ερμηνείας που έσ̆ει που μόνη της η Ποιητάρικη Φωνή, μα τζ̆αι που την μαγείαν της σκηνής του θεάτρου, εδημιουργήθηκεν τζ̆’ εκατοίκησεν μέσα μου η  δική μου απόδοση της «Φωνής». 

Οι θεατρικές παραστάσεις ετελειώσαν. Η «Ποιητάρικη Φωνή», όμως, εσ̆σ̆ίτταν με. Έθελεν να βκει έξω, να πλατύνει. Εσκέφτουμουν διάφορα. Νά’ βρω έναν παλιόν ποιητάρικον τραούδιν τζ̆αι να το τραουδήσω. ’Εν εγιούταν, όμως. Που την μιαν, τα τραούδκια τούτα εν’ πολλά μιάλα τζ̆αι που την άλλην, οι ιστορίες τους εν’ πολλά συγκεκριμένες. Εκατάληξα νά’ βρω έναν παλιόν αφηγηματικόν τραούδιν τζ̆αι να το παντρέψω με την «Ποιητάρικην Φωνήν». Ύστερις που κάμποσον νεκάτωμαν σε διάφορες συλλογές, κατά το 1990, ήβρα έναν τραούδιν στην συλλογήν του Νέαρχου Κληρίδη «Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια», έκδοσης 1968, με τίτλο: «Η Λυερή τζ̆’ ο Χάρος». Άρεσεν μου η ιστορία του τζ̆αι ήταν τζ̆αι σύντομον. Επειδή όμως, έγερνεν πιο πολλά προς την απαγγελίαν ’εν είσ̆εν ολοκληρωμένην ομοικαταληξίαν ούτε ολοκληρωμένες στροφές.  Έτσι είπα να τ’ αλλάξω νάκκον για τα ταιρκάζει. Επρόσθεσα στην αρκήν έναν γνωστόν, τυπικόν, δίστιχον των ποιητάρηδων:

Που δύσην ως ανατολήν τζ̆’ απού βορράν ως νότον

τζ̆’ απού τα πέρατα της γης τον κόσμον προσκαλώ τον.

Επίντωσα τζ̆’ έναν δικόν μου τζ̆’ εγίνηκεν τετράστιχον:

Δώστε μου λλί’ην ακρόασιν, για να σας τραουδήσω

τζ̆’ ούλλους σας, μιάλους τζ̆αι μιτσ̆ούς έννα σας κλαμουρίσω.

Επείραξα τζ̆αι νάκκουρίν το υπόλοιπον τζ̆’ εταίρκασεν μια χαρά. Έτσι ενόμιζα τότε. Ότι το επείραξα νακκουρίν. Όμως, τωρά που το ξαναθωρώ, επείραξα το κάμποσον. 

Προτότυπον

Μια λυερή μια όμορφη ’πήεν εις το περβόλιν

τζ̆’ εσύναεν τραντάφυλλα τζ̆αι τά ’καμνε σερβόλιν.

Ο Χάρος την απάντησε στο δρόμο τζ̆αι της λέει:

  – Ώρα καλή σου Λυερή τζ̆αι κόρη παινεμένη.

  – Καλώς τον τζ̆αι τοχ Χάρονταν στομ μαύρογ καβαλλάρην.

  – Τράβα το κόρη Λυερή τ’ αππάριν να ποδρώσει.

  – ’Εν μ’ έμαθεν η μάνα μου αππάρκα να ποδρώννω.

  – Τράβα το κόρη Λυερή τ’ αππάριν να ποτίσεις.

  – ’Εν μ’ έμαθεν η μάνα μου αππάρκα να ποτίζω.

  – Κέντα μου κόρη Λυερή τζ̆’ εμέν έναμ μαντήλι

τζ̆αι τί κάμνει ο κόπος σου τί κάμνει το παννίσ σου

τί κάμνουν τα μετάξια σου εγιώ ’ν να σε πκιερώσω.

  – Τζ̆αιρόν δεν έχω Χάροντα μαντήλιν να κεντήσω.

  – Τομ πάτσον της τον έδωσεν πονεί την τζ̆εφαλήν της.

  – Μανούλλα μου, μανούλλα μου πονώ την τζ̆εφαλήμ μου.

  – Τζ̆αι μη κακόσ σου κόρη μου να τζ̆εφαλοπονήσης

την τζ̆εφαλήν σου τη γρυσήμ μαντήλιν να τη δήσης.

  – Ήρτεν ο Χάρος τζ̆’ είπεμ μου μαντήλιν να κεντήσω

τζ̆αι τί κάμνει ο κόπος μου τι κάμνει το παννίμ μου

τι κάμνουν τα μετάξια μου τζ̆είνος να τα πκιερώση.

  – Κέντα του, κόρη, κέντα του, του Χάροντα μαντήλιν.

  – Βάρ’ του τη μαυροθάλασσαμ με το Καραβοστάσιν

βάρ’ του τη γημ με τα δεντρά τον ουρανόν με τ’ άστρη.

Ο Χάροντας την έπκιασεν στημ μάναν του τημ παίρνει

τζ̆’ είπεν της: Μάνα μου καλή μάνα μου παινεμένη

στρώννε τραπέζιν να δειπνά, κρεβάτιν να τζ̆οιμάται

η Λυερή που σού ’φερα τζ̆’ εμέναν ν’ αθθυμάται.

  – Στρώννω τραπέζιν, δεν τρώει, κρεβάτιν δεν τζ̆οιμάται 

τζ̆αι κλαίει τζ̆αι οδύρεται τημ μάναν της θυμάται.

Γυιέ μου! Μεμ παίρνεις όμορφες, γυιέ μου μεμ παίρνεις νέες

μεμ παίρνεις τα μιτσ̆ά μωρά να κλαίσιν οι μανάες.

  – Να μεμ παίρνω τες όμορφες, να μεμ παίρνω τες νέες

να μεμ παίρνω μιτσ̆ά μωρά, Χάροντας ’ελ λοούμαι.

Διασκευή Μιχάλη Ττερλικκά – 1990

Μια λυερή μια όμορφη ’πάαιννεν στο περβόλιν

τζ̆’ εσύναεν τραντάφυλλα τζ̆’ έκαμνεν τα σ̆ερβόλιν. 

Ο Χάρος την αντάμωσεν στο δρόμον τζ̆αι της λέει:

– Ώρα καλή σου λυερή τζ̆αι κόρη παινεμένη.

– Καλώς τον τζ̆αι τον Χάρονταν, στον μαύρον καβαλλάρην

  που ’βρέθηκεν στην στράταν μου, έννεν καλόν σημάιν. 

– Τράβα το κόρη λυερή τ’ αππάριν να ποδρώσει

στον λάκκον τράβα πότισ’ το τζ̆αι πρίχου να νυχτώσει. 

– Έν μ’ έμαθεν η μάνα μου χτηνά να βαϊλίζω

την προίκαν μου μερόνυχτα έσ̆ει με τζ̆αι πλουμίζω. 

– Έναν μαντήλιν κέντα μου στο στήθος μου ν’ απλώσω 

τζ̆αι πόσα κάμν’ ο κόπος σου εγιώ να σε πκιερώσω.

– Έν έχω Χάροντα τζ̆αιρόν μαντήλιν να κεντήσω

η μάνα μου με καρτερά έσσω μου να γυρίσω. 

Τον πάτσον της τον έδωκεν πονεί την τζ̆εφαλήν της

τζ̆’ η μάνα μεσ’ στα κλάματα της κόρης της λαλεί της: 

– Κέντα του κόρη, κέντα του, πέρκιμον τζ̆αι χορτάσει. 

Βάρτου την μαυροθάλασσαν με το καραβοστάσιν.

κέντα την γην με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ’ άστρη

τους κάμπους τζ̆αι τους ποταμούς τα όρη τζ̆αι τα δάση. 

Τζ̆αιρόν ο χάρος ’εν διά, στην μάναν του την παίρνει

λαλεί της: Μάνα μου καλή, μάνα μου παινεμένη

στρώννε τραπέζιν να δειπνά κρεβάτιν να τζ̆οιμάται

η λυερή που σού ’φερα τζ̆’ εμέναν ν’ αττυμάται.

– Γιε μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιε μου, τες νιες μεν παίρνεις 

μεν παίρνεις τα μιτσ̆ά μωρά τζ̆αι μάνες φαρμακώννεις. 

– Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι 

να μεν παίρνω μιτσ̆ά μωρά, Χάροντας ’εν λοούμαι.

Το 1991 αποφάσισα να κάμω τον πρώτον μου δίσκον. Εν’ η αλήθκεια, τωρά που θωρώ τα πράματα που μακρά, λαλώ πως εβιάστηκα νάκκον. Έτσι εν’ τα νιάτα. ’Εν παίρνουν ’πομονήν…  Έπρεπεν ν’ αφήκω τα τραούδκια να ψηθούν τζ̆’ άλλον τζ̆αι να ψηθώ τζ̆’ εγιώ μιτά τους. Ο δίσκος όμως εγίνηκεν τζ̆’ εκυκλοφόρησεν, σε βινύλιον, την ίδιαν γρονιάν. 

Το τραούδιν «Η Λυερή τζ̆’ ο Χάρος – Ποιητάρικη Φωνή» έμπηκεν σε τούτον τον δίσκον, τζ̆αι θαρκούμαι ήταν το πιο ψημένον ’πό ούλλα. Ηχογράφησα το ξανά, το 2002 τζ̆’ έμπηκεν στην δισκογραφικήν έκδοσην: «Κυπραία Φωνή – Στ’ αγνάρκα των τζ̆αιρών».

Που τότες εταξίδεψεν πολλά. Τζ̆’ η «Ποιητάρικη Φωνή» άρκεψεν να τραουδκιέται τζ̆αι που άλλους, καθένας με τον τρόπον του.

Μιας τζ̆’ είπαμεν κάμποσα, ας το πω τζ̆αι τούτον τζ̆’ ας το πάρει ο ποταμός…

Τότε ενόμιζα ότι κάποια απλά πράματα εν’ κοντά στον νουν. Άμαν ακούει κάποιος έναν τραούδιν τζ̆αι θέλει να το τρουδήσει τζ̆αι να το κυκλοφορήσει έννα δκιαβάσει τζ̆αι τα σχετικά. Για την μουσικήν, για τους στίχους τζ̆αι να κάμει, αμμέν εν’ άλλον, μιαν αναφοράν για την πηγήν του. Φαίνεται όμως ότι τούτον έννεν τόσον κοντά στον νουν για ούλλους.

Με λλία λόγια, ’εν τζ̆αι κάμνουμεν τα τραούδκια για να μείνουν τζ̆ειαμαί. Τουλάιστον εμέναν εν’ χαρά μου να τα πκιάσουν τζ̆’ άλλοι στα σέρκα τους, να βάλουν την δικήν τους την σφραγίδαν, να τα πάρουν πάρα τζ̆ει. Μα ένας λό’ς για τζ̆είνους που τα ’φέραν ως δαμαί έντζ̆εν σ̆ίλια ριάλλια, σιόρ!…

Μιχάλης Ττερλικκάς

13 τ’ Αούστου, 2015